Καταρράκτης
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 Katarrhaktès, fl. de Phrygie;
2 plur. οἱ Καταρράκται les Cataractes du Nil.
Étymologie: v. καταρράκτης.
Russian (Dvoretsky)
Καταρράκτης: ион. Καταρρήκτης, ου ὁ Катарракт (река во Фригии) Her.