κατιδεῖν

From LSJ
Revision as of 22:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236

German (Pape)

[Seite 1401] aor. II. zu καθοράω.

Greek (Liddell-Scott)

κατιδεῖν: ἀόρ. β΄ τοῦ καθοράω.

Greek Monotonic

κατιδεῖν: απαρ. αορ. βʹ του κατεῖδον· Μέσ., απαρ. αορ. βʹ κατιδέσθαι.

Russian (Dvoretsky)

κατῐδεῖν: inf. к κατεῖδον.