κατιδεῖν
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
German (Pape)
[Seite 1401] aor. II. zu καθοράω.
Greek (Liddell-Scott)
κατιδεῖν: ἀόρ. β΄ τοῦ καθοράω.
Greek Monotonic
κατιδεῖν: απαρ. αορ. βʹ του κατεῖδον· Μέσ., απαρ. αορ. βʹ κατιδέσθαι.
Russian (Dvoretsky)
κατῐδεῖν: inf. к κατεῖδον.