καταποντισμός

Revision as of 22:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ὁ,

   A drowning, Isoc.12.122 (pl.), LXXPs.51(52).4(6); ὁ κ. τῶν Χρημάτων App.Mac.16.

German (Pape)

[Seite 1372] ὁ, Versenkung ins Meer, Isocr. 12, 122 u. Sp., wie App. Maced. 12.

Greek (Liddell-Scott)

καταποντισμός: ὁ, Ἰσοκρ. 257Ε· ὁ κ. τῶν χρημάτων Ἀππ. Μακεδ. 14.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de jeter à la mer, de submerger.
Étymologie: καταποντίζω.

Greek Monolingual

ο (Α καταποντισμός) καταποντίζω
1. καταπόντιση, καταβύθιση, πνίξιμο
2. μτφ. μεγάλη πτώση, συντριβή («ο καταποντισμός του κόμματος στις εκλογές).

Russian (Dvoretsky)

καταποντισμός: ὁ бросание в море, утопление (καταποντισμοὶ καὶ τυφλώσεις Isocr.).