Κερκυραϊκός
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
c. Κερκυραῖος.
Étymologie: Κέρκυρα.
Russian (Dvoretsky)
Κερκῡραϊκός: = Κερκυραῖος I: τὰ Κερκυραϊκά Thuc. керкирские события.