Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
Menander, Monostichoi, 458
Greek (Liddell-Scott)
κρεῶν: γεν. πληθ. τοῦ κρέας. Ὀδ. Ο. 98.
English (Autenrieth)
see κρέας.
Greek Monotonic
κρεῶν: γεν. πληθ. του κρέας· κρέως, γεν. ενικ.
Russian (Dvoretsky)
κρεῶν: gen. pl. к κρέας.