Κρήτηθεν

From LSJ
Revision as of 23:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
de Crète.
Étymologie: Κρήτη, -θεν.

Greek Monolingual

Κρήτηθε(ν) (Α)
επίρρ. από την Κρήτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κρήτη + επιρρμ. κατάλ. -θε(ν) (πρβλ. Πίση-θεν, Σπάρτη-θεν)].

Russian (Dvoretsky)

Κρήτηθεν: adv. из Крита Hom.