Κρήτηθεν

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384

French (Bailly abrégé)

adv.
de Crète.
Étymologie: Κρήτη, -θεν.

Greek Monolingual

Κρήτηθε(ν) (Α)
επίρρ. από την Κρήτη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Κρήτη + επιρρμ. κατάλ. -θε(ν) (πρβλ. Πίση-θεν, Σπάρτη-θεν)].

Russian (Dvoretsky)

Κρήτηθεν: adv. из Крита Hom.

Middle Liddell

from Crete, Il.