Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
adv.
de Crète.
Étymologie: Κρήτη, -θεν.
Κρήτηθε(ν) (Α)
επίρρ. από την Κρήτη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Κρήτη + επιρρμ. κατάλ. -θε(ν) (πρβλ. Πίση-θεν, Σπάρτη-θεν)].
Κρήτηθεν: adv. из Крита Hom.
from Crete, Il.