ληρώδης

Revision as of 23:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ες,

   A frivolous, silly, Pl.Tht. 174d, Arist.Rh.1414b15, BGU1011 ii 15 (ii B.C.), Phld.Ir.p.16 W., cj. in Lucil.187 Marx.

German (Pape)

[Seite 40] ες, possenhaft, schwatzhaft, läppisch; Plat. Theaet. 174 d; Arist. rhet. 3, 13, 2 H. A. 6, 31 u. Sp. – Adv., Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ληρώδης: -ες, (εἶδος) μάταιος, μωρολόγος, ἀνόητος, Λατ. nugatorius, Πλάτ. Θεαίτ. 174D, Ἀριστ. Ρητ. 3. 13, 5. - Ἐπίρρ. -δῶς, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 181.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
sot, bavard, radoteur.
Étymologie: λῆρος, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες (Α ληρώδης, -ῶδες) [[[λήρος]] (Ι)]
μωρολόγος, ανόητος, φλύαρος («τῷ ὄντι γελῶν ἔνδηλος γιγνόμενος ληρώδης δοκεῑ είναι», Πλάτ.).

Greek Monotonic

ληρώδης: -ες (εἶδος), μάταιος, ανόητος, σε Πλάτ., Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ληρώδης: пустой, вздорный (sc. ἀνήρ Plat.; κενὸς καὶ λ. Arst.).