λιμενῖτις

From LSJ
Revision as of 23:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source

German (Pape)

[Seite 47] ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, φυκίς, Apollnds. 7 (VI, 105).

Spanish

diosa del puerto

Greek Monolingual

λιμενῑτις, -ίτιδος, ἡ λιμήν
(επίκληση της Αρτέμιδος) η θεά του λιμανιού, η προστάτιδα του λιμανιού.

Russian (Dvoretsky)

λῐμενῖτις: ῐδος ἡ хранительница порта (эпитет Артемиды) Anth.