μακροτάτω

Revision as of 23:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

Adv. Sup. of μακρός,

   A farthest off, Crates Ep.11, Longus 3.17.

Greek (Liddell-Scott)

μακροτάτω: Ἐπίρρ. ὑπερθετ. τοῦ μακρός, εἰς μεγίστην ἀπόστασιν, ὅσον τὸ δυνατὸν μακράν, Λόγγος 3. 17.

French (Bailly abrégé)

v. μακρῶς.

Greek Monolingual

μακροτάτω (Α)
επίρρ. πάρα πολύ μακριά, σε πολύ μεγάλη απόσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρότατος, υπερθ. του μακρός.

Russian (Dvoretsky)

μακροτάτω: superl. к μακρῶ.