ματαιόομαι

From LSJ
Revision as of 23:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490

Greek (Liddell-Scott)

μᾰταιόομαι: Παθ., ἀπατῶμαι, Μελέτ. ἐν. Ἀνεκ. Ὀξων. τ. 3. σ. 5· μεματαίωταί σοι, ἔχεις πράξει ἀνοήτως, Ἑβδ. (Α΄ Σαμ. ΙΓ΄, 13)· ― οὐσιαστ. ματαίωσις, εως, ἡ, Ἀθανάσ. τ. 1, σ. 1041Α.

Russian (Dvoretsky)

ματαιόομαι: становиться суетным (ἔν τινι NT).