μεγαλόπτολις

From LSJ
Revision as of 23:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

τῷ σώματι τελεῖ ἐνοίκιον ἡ ψυχή → the soul pays rent to the body

Source

German (Pape)

[Seite 107] = μεγαλόπολις; μεγαλοπτόλιες Ἀθᾶναι Pind. P. 7, 1; δῆμος Ep. ad. 497 (App. 214).

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόπτολις: ἴδε ἐν λέξ. μεγαλόπολις.

Greek Monolingual

μεγαλόπτολις, ἡ (Α)
βλ. μεγαλόπολη.

Greek Monotonic

μεγᾰλόπτολις: βλ. μεγαλόπολις.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλόπτολις: ιος, атт. εως adj. f Pind. = μεγαλόπολις.