μεθύστερον
From LSJ
Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.
Russian (Dvoretsky)
μεθύστερον: (τό) adv.
1) впоследствии, потом или впредь, отныне HH, Soph.: οὐ μ. Aesch. немедленно, мгновенно;
2) слишком поздно (μ. τὴν μάθησιν ἄρνυμαι Soph.).