Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
inf. épq. ao. Pass. de μίγνυμι.
μιχθήμεναι: Επικ. αντί μιχθῆναι, απαρ. Παθ. αόρ. αʹ του μίγνυμι.
μιχθήμεναι: эп. inf. pass. к μίγνυμι.