μιχθήμεναι

From LSJ

French (Bailly abrégé)

inf. épq. ao. Pass. de μίγνυμι.

Greek Monotonic

μιχθήμεναι: Επικ. αντί μιχθῆναι, απαρ. Παθ. αόρ. αʹ του μίγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

μιχθήμεναι: эп. inf. pass. к μίγνυμι.