Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
Epicurus, Letter to MenoeceusFrench (Bailly abrégé)
α, ον :
de Mitylène ; οἱ Μιτυληναῖοι les Mityléniens.
Étymologie: Μιτυλήνη.
Russian (Dvoretsky)
Μῐτῠληναῖος: II ὁ житель или уроженец Митилены Arst. etc.
митиленский Plut., Anth.