Μολοσσικός

From LSJ
Revision as of 00:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
du pays des Molosses.
Étymologie: Μολοσσός.

Russian (Dvoretsky)

Μολοσσικός: атт. Μολοττικός 3 молосский: οἱ Μολοττικοί (sc. κύνες) Arph. молосские собаки (славившиеся как охотничья порода).