Μόψος
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
Μόψος: ὁ, Ἕλλην τις ἥρως, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 181, Πίνδ., κλ. 2) περίφημός τις μάντις ἔχων μαντεῖον ἐν Μαλλῷ τῆς Κιλικίας, Στράβ. 443, κτλ.
English (Slater)
Μόψος a seer and Argonaut.
1 μάντις ὀρνίχεσσι καὶ κλάροισι θεοπροπέων ἱεροῖς Μόψος (P. 4.191)
Russian (Dvoretsky)
Μόψος: ὁ Мопс
1) вещий лапиф, участник Калидонской охоты и похода Аргонавтов Hes., Pind.;
2) сын Аполлона и Манто, прорицатель в Колофоне Plut., Anth.