Μόψος

From LSJ
Revision as of 00:20, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek (Liddell-Scott)

Μόψος: ὁ, Ἕλλην τις ἥρως, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 181, Πίνδ., κλ. 2) περίφημός τις μάντις ἔχων μαντεῖον ἐν Μαλλῷ τῆς Κιλικίας, Στράβ. 443, κτλ.

English (Slater)

Μόψος a seer and Argonaut.
   1 μάντις ὀρνίχεσσι καὶ κλάροισι θεοπροπέων ἱεροῖς Μόψος (P. 4.191)

Russian (Dvoretsky)

Μόψος: ὁ Мопс
1) вещий лапиф, участник Калидонской охоты и похода Аргонавтов Hes., Pind.;
2) сын Аполлона и Манто, прорицатель в Колофоне Plut., Anth.