Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
adv.en jeune homme;Cp. νεαροτέρως.Étymologie: νεαρός.
νεᾰρῶς: по-юношески, с юношеским жаром Plut., Luc.