ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος → in the great Doric island of Pelops
όνος ou ῶνος (ἡ) :c. μορμώ.
μορμών: όνος и ῶνος ἡ Arph., Xen. = μορμώ.