κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
ο, θηλ. Μόρα (Μ Μόρος)
Άραβας και, γενικά, Βορειοαφρικανός ή Ισπανός αραβικής καταγωγής, Μαύρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. Μoro].
Μόρος: ὁ Мор (сын Ночи) Hes.