ὁδοιπορικῶς
From LSJ
Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge
adv.
comme un voyageur.
Étymologie: ὁδοιπόρος.
ὁδοιπορικῶς: по-дорожному, как путник (ἐσταλμένοι Plut.).