οἰωνιστής

Revision as of 01:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who foretells from the flight and cries of birds, Il.2.858, 17.218, Hes.Sc.185 ; θεοπρόπος οἰ. Il.13.70 : in late Prose, Gal.9.833 ;=Lat. augur, D.H. 10.57, D.C.37.27,al.

Greek (Liddell-Scott)

οἰωνιστής: -οῦ, ὁ, ὁ προλέγων τὰ μέλλοντα ἐκ τῆς πτήσεως καὶ τῶν κραυγῶν τῶν πτηνῶν, μάντις, οἰωνοσκόπος, Ἰλ. Β. 858, Ρ. 218, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 185· θεοπρόπος οἰωνιστὴς Ἰλ. Ν. 70.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
celui qui tire des présages du vol ou du cri des oiseaux, augure.
Étymologie: οἰωνίζομαι.

English (Autenrieth)

(bird) seer; as adj., Il. 13.70.

Greek Monolingual

οἰωνιστής, ὁ (Α) οιωνίζομαι
οιωνοσκόπος.

Greek Monotonic

οἰωνιστής: -οῦ, ὁ, αυτός που προλέγει το μέλλον από το πέταγμα και τις κραυγές των πουλιών, μάντης, οιωνοσκόπος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

οἰωνιστής: οῦ ὁ птицегадатель Hom., Hes.