ὀσφρόμενος
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
French (Bailly abrégé)
part. ao.2 Moy. de ὀσφραίνω.
Greek Monotonic
ὀσφρόμενος: μτχ. αορ. βʹ του ὀσφραίνομαι.
Russian (Dvoretsky)
ὀσφρόμενος: part. к ὀσφραίνομαι.