παραγώγως
From LSJ
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
French (Bailly abrégé)
adv.
par dérivation.
Étymologie: παράγωγος.
Russian (Dvoretsky)
παρᾰγώγως: посредством словопроизводства: Πανίαν π. Σπανίαν προσηγόρευσαν Plut. от слова Пания произвели Спания.