πεποίθομεν

From LSJ
Revision as of 01:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source

Greek (Liddell-Scott)

πεποίθομεν: Ἐπικ. ἀντὶ πεποίθωμεν, Ὀδ. Κ. 335.

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. sbj. pf. épq. de πείθω.

Greek Monotonic

πεποίθομεν: Επικ. αντί πεποίθωμεν, αʹ πληθ. υποτ. παρακ. του πείθω.

Russian (Dvoretsky)

πεποίθομεν: эп. (= πεποίθωμεν) 1 л. pl. pf. 2 conjct. к πείθω.