Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
πετρᾱεις 1 rocky πετραέσσας ἐκ Πυθῶνος (O. 6.48)
πετρᾱ́εις -ᾱ́εσσα -ᾶεν Dor. voor πετρήεις.
πετράεις: άεσσα, ᾶεν (ᾱ) дор. = πετρήεις.