ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
gén. épq. αο (ὁ) :ion. c. Περσείδης.
Περσηϊάδης: αο (ᾰδ) ὁ Hom. = Περσείδης.