προσαγωγίδης

Revision as of 02:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

German (Pape)

[Seite 747] ὁ, dor. ποταγωγίδης, = προσαγωγεύς, Plut. Dion. 28, wo jetzt προσαγωγέας für προσαγωγίδας gelesen wird. S. Wessel. ad D. Sic. I p. 455.

Greek (Liddell-Scott)

προσᾰγωγίδης: ἴδε προσαγωγεύς.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. προσαγωγεύς.

Greek Monolingual

ὁ, Α
κατάσκοπος ή καταδότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσαγωγός + επίθημα -ίδης (πρβλ. ηγεμον-ίδης)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσαγωγίδης -ου, ὁ [προσαγωγή] verklikker, spion.

Russian (Dvoretsky)

προσαγωγίδης: ου (ῐδ) ὁ Plut. = προσαγωγεύς 2.