προσαγωγεύς
English (LSJ)
-έως, ὁ,
A introducer, π. λημμάτων one who hunts for another's profit, jackal, D.24.161, cf. Aristid.Or.28 (49).19,131.
II talebearer, hence 'agent provocateur' of tyrants, Plu.2.522f:—hence fem. προσαγωγίς, ίδος, ἡ, Dor. ποταγωγίς Arist.Pol.1313b13 (but τοὺς καλουμένους -αγωγίδας Plu.Dio28, cf. Id.2.522f).
German (Pape)
[Seite 747] ὁ, der Hinzuführende, Einführende, der Einen dem Andern zum Freunde macht, προσαγωγεῖ τῶν λημμάτων χρώμενος, Dem. 24, 161. – So hießen auch die Kundschafter, Zuträger der sicilischen Könige, Plut. de curiosit. 16, vgl. Schneid. Arist. pol. 5, 9, 3; a. Sp. S. auch προσαγωγίδης.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
rapporteur, délateur, espion (des rois de Sicile).
Étymologie: προσάγω.
Russian (Dvoretsky)
προσᾰγωγεύς: έως ὁ
1 посредник Dem.;
2 (у царей Сицилии), доносчик, осведомитель, Plut.
Greek (Liddell-Scott)
προσᾰγωγεύς: -έως, ὁ, ὁ προσάγων εἴς τινα, ὁ εἰσάγων, πρ. λημμάτων, ὁ μεσίτης ὁ προσπορίζων κέρδη εἴς τινα, Δημ. 750. 21, πρβλ. Ἀριστείδ. 2. 369, 395· ― ὥστε, ΙΙ. οἱ κατάσκοποι οὓς οἱ Διονύσιοι κατέμιξαν τοῖς Συρακοσίοις ἐκαλοῦντο προσαγωγεῖς, Πλούτ. 2. 522D· ἀλλ’ ἐν βίῳ Διον. 28, ἔχει διάφορον τύπον, τοὺς καλουμένους προσαγωγίδας (ἐκ τοῦ -ίδης, ου, ὁ)· καὶ ὁ Ἀριστ. ἐν Πολιτικ. 5. 11, 3 ἐνόμιζε τοὺς κατασκόπους τούτους ὡς γυναῖκας, χρώμενος τῷ Σικελικῷ τύπῳ αἱ προταγωγίδες.
Greek Monolingual
-έως, ὁ, Α
βλ. προσαγωγέας.
Greek Monotonic
προσᾰγωγεύς: -έως, ὁ, αυτός που φέρνει, οδηγεί σε· προσαγωγεὺς λημμάτων, αυτός που αναζητά τα κέρδη για κάποιον άλλο, σε Δημ.
Middle Liddell
προσᾰγωγεύς, έως, ὁ, [from προσάγω
one who brings to: πρ. λημμάτων one who hunts for another's profit, a jackal, Dem.