πρωτόσπορος

From LSJ
Revision as of 03:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που σπάρθηκε ή γονιμοποιήθηκε πρώτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -σπόρος (< σπόρος < σπείρω). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.].

Russian (Dvoretsky)

πρωτόσπορος: впервые созидающий, творящий (θεοῦ φωνή Anth.).