πτανός

From LSJ
Revision as of 03:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst

Menander, Monostichoi, 270

Greek (Liddell-Scott)

πτᾱνός: -ά, -όν, Δωρ. ἀντὶ πτηνός.

French (Bailly abrégé)

dor. c. πτηνός.

English (Slater)

πτανός, = ποτανός (codd. Dion. Hal. contra metr.: τ coni. Blass) (Pae. 9.4) ]

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
(δωρ. τ.) βλ. πτηνός.

Greek Monotonic

πτᾱνός: -ά, -όν, Δωρ. αντί πτηνός.

Russian (Dvoretsky)

πτᾱνός: дор. Pind., Soph. = πτηνός.