πυθόχρηστος

From LSJ
Revision as of 03:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source

Greek Monolingual

-ον, αρσ. και πυθοχρήστης και δωρ. τ. πυθοχρήστας, Α
1. αυτός που χρησμοδοτήθηκε από τον Πύθιο Απόλλωνα («πυθόχρηστοι νόμοι», Ξεν.)
2. αυτός που ορίστηκε με πυθικό χρησμό («πυθόχρηστος ἀποικίας ἡγεμών» Πλούτ.)
3. (το αρσ.) προσωνυμία του Διονύσου
4. το θηλ. προσωνυμία της Αφροδίτης
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ πυθόχρηστον
πυθικός χρησμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πυθώ + χρηστός / χρήστης (πρβλ. θεό-χρηστος, υπο-χρήστης)].

Russian (Dvoretsky)

πῡθόχρηστος: Aesch., Eur., Arst. = πυθοχρήστης.