ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
ή, όν :de Sardes.Étymologie: Σάρδεις.
Σαρδιᾱνός: I ион. Σαρδιηνός 3 сардский Her. etc.II ὁ житель города Сарды Xen.