σελαναία

From LSJ
Revision as of 03:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly

Source

Greek Monolingual

ἁ, Α
(δωρ. τ.) βλ. σεληναίη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σελᾱναία Dor. voor σεληναίη.

Russian (Dvoretsky)

σελᾱναία: ἡ дор. = σεληναία.