σμικρίνης
Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat
German (Pape)
[Seite 911] ὁ, ein kleinlich Geiziger, ein Filz, Knicker; Charactername des Geizhalses in der neuen griech. Comödie, wie Harpagon in der französischen; Jac. lect. Stob. p. 97; Mein. Menandr. p. 64. 565.
Greek (Liddell-Scott)
σμῑκρίνης: [κρῐ], ου, ὁ, ὁ περὶ σμικρῶν σκεπτόμενος, μικρολόγος, φιλάργυρος· κεῖται δὲ ὡς προσηγορικὸν ὄνομα ἐν τῇ νέᾳ κωμῳδίᾳ ὡς ἐν τῇ Γαλλικῇ τὸ Harpagon, Μένανδρ. ἐν «Ἀσπίδι» 3, «Ἐπιτρ.» 5, πρβλ. Ἀλκίφρ. 3. 43.
Greek Monolingual
ὁ, Α
άτομο που ασχολείται με ασήμαντα πράγματα, μικρολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμικρός / μικρός + επίθημα -ίνης (πρβλ. Αισχ-ίνης)].
Russian (Dvoretsky)
σμῑκρίνης: ου (ῐν) ὁ мелочный человек, скупец, скряга (обычный тип в новоатт. комедии) Men.