σκυθρωπόν
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
Russian (Dvoretsky)
σκυθρωπόν: τό Eur., Plat. etc. = σκυθρωπασμός.
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
σκυθρωπόν: τό Eur., Plat. etc. = σκυθρωπασμός.