σκυθρωπασμός
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
English (LSJ)
ὁ, sadness of countenance, [τῶν φιλοσόφων] Plu.2.43f, cf. 378f.
German (Pape)
[Seite 906] ὁ, zorniges, mürrisches, trauriges Ansehen, finstere, betrübte Miene, Plut. de audit. 7.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
air sombre, triste.
Étymologie: σκυθρωπάζω.
Russian (Dvoretsky)
σκυθρωπασμός: ὁ мрачный вид, угрюмость (τῶν φιλοσόφων Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
σκυθρωπασμός: ὁ σκυθρωπότης προσώπου, τῶν φιλοσόφων Πλούτ. 2. 49F.
Greek Monolingual
ὁ, Α σκυθρωπάζω
η κατάσταση και το αποτέλεσμα του σκυθρωπάζω, κατήφεια, κατσούφιασμα («καὶ μειδίαμα καὶ σκυθρωπασμὸς αὐτῶν... ἔχει τινὰ καρπὸν ὠφέλιμον», Πλούτ.).