σκυθρωπόν
From LSJ
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
Russian (Dvoretsky)
σκυθρωπόν: τό Eur., Plat. etc. = σκυθρωπασμός.
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
σκυθρωπόν: τό Eur., Plat. etc. = σκυθρωπασμός.