συγγογγυλίζω

From LSJ
Revision as of 03:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt

Menander, Monostichoi, 513

German (Pape)

[Seite 962] rund zusammendrehen, ξυγγογγυλίσας καὶ συστρέψας, Ar. Th. 61, wie Lys. 975.

Greek (Liddell-Scott)

συγγογγῠλίζω: στρέφω ὁλόγυρα, ἴδε ἐν λ. γογγύλλω.

Greek Monolingual

Α
στρέφω κυκλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γογγυλίζω «στρογγυλεύω»].

Greek Monolingual

Α
στρέφω κυκλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γογγυλίζω «στρογγυλεύω»].

Russian (Dvoretsky)

συγγογγῠλίζω: 1) кружить (τοὺς θωμούς Arph.);
2) делать совершенно круглым, закруглять (τι Arph.).