στοχαστικῶς
From LSJ
Κάλλιστα πειρῶ καὶ λέγειν καὶ μανθάνειν → Bonis dicendis et discendis dato operam → Zu sagen Schönstes und zu lernen mühe dich
French (Bailly abrégé)
adv.
d’une façon conjecturale.
Étymologie: στοχαστικός.
Russian (Dvoretsky)
στοχαστικῶς: путем догадки или умозаключения: πρὸς τὰ ἔνδοξα σ. ἔχειν Arst. умозаключать о вероятном.