συνεπιφαίνομαι
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπιφαίνομαι: Παθ., ὁμοῦ μετά τινος ἐπιφαίνομαι, ἡ χάρις συνεπεφαίνετο τοῖς κινήμασι τοῦ προσώπου Πλουτ. Ἀντών. 83 ἐν τῇ ἀρχῇ, 2. 767C, κτλ.
French (Bailly abrégé)
se montrer avec.
Étymologie: σύν, ἐπιφαίνομαι.
Russian (Dvoretsky)
συνεπιφαίνομαι: одновременно выставляться напоказ, являться Plut.