συνηγορικόν
From LSJ
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνηγορικόν -οῦ, τό [συνήγορος] loon voor een openbare advocaat.
Russian (Dvoretsky)
συνηγορικόν: τό гонорар защитника Arph.