τετράπτωτος

Revision as of 04:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ον,

   A with four cases, Sch.D.T.p.231 H., Diom.p.309 K., Gloss.

German (Pape)

[Seite 1099] vier Casus habend, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

τετράπτωτος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας πτώσεις, Χοιροβοσκ. τ. 1, σ. 14, 30, ἔκδ. Th. Caisford.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει τέσσερεις πτώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πτωτος (< πτῶσις), πρβλ. δί-πτωτος].

Russian (Dvoretsky)

τετράπτωτος: грам. четырехпадежный.