τετράπτωτος
English (LSJ)
ον,
A with four cases, Sch.D.T.p.231 H., Diom.p.309 K., Gloss.
German (Pape)
[Seite 1099] vier Casus habend, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
τετράπτωτος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας πτώσεις, Χοιροβοσκ. τ. 1, σ. 14, 30, ἔκδ. Th. Caisford.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει τέσσερεις πτώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πτωτος (< πτῶσις), πρβλ. δί-πτωτος].
Russian (Dvoretsky)
τετράπτωτος: грам. четырехпадежный.