τώ
From LSJ
Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
French (Bailly abrégé)
duel, aux trois genres, de l’art. ὁ, ἡ, τό.
Greek Monolingual
(I)
Α
(άρθρ.) (δοτ. εν.) βλ. ο.———————— (II)
Α
(ερωτ. αντων.) (αττ. τ. δοτ. εν.) βλ. τίς.
Russian (Dvoretsky)
τώ: dual. к ὁ, ἡ, τό.