ὑποδεξάμενος
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
Russian (Dvoretsky)
ὑποδεξάμενος: part. aor. к ὑποδέχομαι.
ион. part. aor. med. к ὑποδείκνυμι.