ὑποδεξάμενος

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

Russian (Dvoretsky)

ὑποδεξάμενος: part. aor. к ὑποδέχομαι.
ион. part. aor. med. к ὑποδείκνυμι.