γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
2ᵉ sg. ind. prés. de φημί.
see φημί.
φῄς:I. βʹ ενικ. του φημί. II. φῆς, φῆσθα, Επικ. αντί ἔφης, βʹ ενικ. αορ. βʹ.
φῄς: или φής 2 л. sing. praes. к φημί.