Φερσέφασσα
Greek (Liddell-Scott)
Φερσέφασσα: ἢ, = Περσέφασσα, Περσεφόνη, Σοφ. Ἀντιγ. 894, Εὐρ. Ἑλ. 174· Φερσέφαττα Ἀριστοφ. Βάτρ. 671, Θεσμ. 287· Φερρέφαττα Πλάτ. Κρατ. 404C, Ε· Φερσεφάασσα Ἐπικ. παρὰ τῷ Ἀριστ. περὶ Θαυμασ. 133. ― Περὶ τῶν διαφόρων σημασιῶν τῆς ξένης ταύτης πιθανῶς λέξεως ἴδε Heind. εἰς Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτέρω.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
c. Περσέφασσα.
Greek Monolingual
και Φερσέφαττα και Φερσεφόνη και Φερσεφονείη και Φερσεφάασσα και αττ. τ. Φερρέφαττα, ἡ, Α
βλ. Περσεφόνη.
Greek Monotonic
Φερσέφασσα: ἡ, = Περσέφασσα, Περσεφόνη, σε Σοφ., Ευρ.· Φερρέφαττα, σε Αριστοφ.· και σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
Φερσέφασσα: Soph., Eur. и Φερσέφαττα Arph. ἡ = Περσέφασσα.