Φρεάρριος

From LSJ
Revision as of 05:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand

Menander, Monostichoi, 245

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
du dème Φρέαρροι.

Greek Monolingual

και πιθ. τ. Φρεάρροος, -ον, Α
1. προσωνυμία της θεάς Δήμητρος, πιθανώς λόγω του αφιερωμένου σ' αυτήν Καλλιχόρου φρέατος στην Ελευσίνα
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ Φρεάρριοι
ονομασία δήμου.

Russian (Dvoretsky)

Φρεάρριος: ὁ житель или уроженец дема Фреарры Dem.